- Αἰγαλέως
- Αἰγάλευςmasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αἰγάλεως — Αἰγάλεω̆ς , Αἰγάλευς masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιγάλεω και Αιγάλεως — Βουνό (463 μ.) της Αττικής. Αρχίζει να υψώνεται Δ του δήμου Καματερού, κλείνει από ΒΔ το λεκανοπέδιο των Αθηνών και απολήγει στην ακτή του Σαρωνικού, στο Πέραμα, απέναντι από τη Σαλαμίνα, η οποία θεωρείται συνέχειά του. Το Α. είναι ασβεστολιθικό… … Dictionary of Greek
ЭГАЛЕЙС — • Αίγάλεως, Αίγάλεων oρός, 1. гора в Аттике, южный отрог Парнефа между Афинами и Элевсином, н. Скарманга, напротив острова Саламина; с нее Ксеркс смотрел на Саламинскую битву. Hdt. 8, 90. Thuc. 2, 19; 2. Αίγαλέον, ряд… … Реальный словарь классических древностей